επικαταστρέφω

επικαταστρέφω
ἐπικαταστρέφω (Μ)
αναποδογυρίζω κάτι και τό τοποθετώ πάνω σε άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσεπικαταστρέφω — Α καταστρέφω, ανατρέπω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικαταστρέφω «αναποδογυρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”